Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας στις 22/06/2023, συζήτησε το ακόλουθο θέμα:
Πορεία υλοποίησης Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓΕΣΥ)
Η Επιτροπή συνέχισε τη συζήτηση του πιο πάνω θέματος μέσω του οποίου εξετάστηκε η πορεία υλοποίησης του Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓΕΣΥ).
Ολοκληρώθηκε στην Επ. Υγείας η εξέταση της πορείας υλοποίησης ΓεΣΥ
Τη συζήτηση αναφορικά με την πορεία υλοποίησης του ΓεΣΥ ολοκλήρωσε η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας με τον ΟΚΥπΥ να απαντά στις σχετικές ερωτήσεις που έθεσαν οι Βουλευτές.
Ο Γενικός Εκτελεστικός Διευθυντής του ΟΚΥπΥ Κύπρος Σταυρίδης τοποθετήθηκε επί σειράς ζητημάτων που είχαν θέσει σε προηγούμενη συνεδρία Βουλευτές.
Για το θέμα κακών συμπεριφορών στο Νοσοκομείο Πάφου είπε ότι πρόκειται για 1-2 μεμονωμένα περιστατικά τα οποία χαλούν την όλη εικόνα και για τα οποία έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία για δύο άτομα.
Σε ό,τι αφορά τη σωστή στελέχωση και οργάνωση του ΟΚΥπΥ είπε ότι η Διεύθυνση του Οργανισμού εργάζεται επί συγκεκριμένων μοντέλων για όλες τις κατηγορίες προσωπικού, έτσι ώστε να μην χρειάζεται διαρκώς ο ΟΚΥπΥ να ζητά αύξηση προϋπολογισμού για προσλήψεις προσωπικού χωρίς να υπάρχει τεκμηρίωση των αναγκών.
Για το θέμα αναμονής σε ό,τι αφορά τα ραντεβού ανέφερε ότι όπως είναι γνωστό έχουν λειτουργήσει από το τέλος του 2022 τα απογευματινά ιατρεία «ένας θεσμός που αγκαλιάζεται από τον κόσμο αλλά και τους γιατρούς» και σημείωσε πως ο ΟΚΥπΥ δεν θεωρεί ότι υπάρχει σοβαρό θέμα σε ό,τι αφορά τους χρόνους αναμονής.
Για να προσθέσει πως αν υπάρχουν κάποιοι γιατροί που είναι πιο δημοφιλείς από άλλους, σε αυτές τις περιπτώσεις ο ΟΚΥπΥ προσπαθεί να βοηθήσει αυτούς του γιατρούς δίνοντας τους περισσότερο χρόνο στα απογευματινά ιατρεία.
Σε σχέση με την οικονομική αυτονόμηση του οργανισμού ανέφερε ότι το μεγάλο βήμα προς επίλυση αυτού του θέματος θα γίνει όταν ρυθμιστεί το ζήτημα της αποζημίωσης για υπηρεσίες δημόσιας υγείας.
Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της εικόνας των δημόσιων νοσηλευτηρίων ανέφερε ότι ο ΟΚΥπΥ έχει προχωρήσει με ένα φιλόδοξο αναπτυξιακό πρόγραμμα έχοντας προκηρύξει διαγωνισμούς για όλα τα νοσηλευτήρια για βελτίωση των υποδομών, των κλινικών, των ΤΑΕΠ όλων των νοσηλευτηρίων, προχωρά με γοργούς ρυθμούς το θέμα του Νοσοκομείου Αθαλάσσας το οποίο και θα λειτουργήσει πολύ σύντομα.
Καταληκτικά ο κ. Σταυρίδης ανέφερε πως η Διεύθυνση και Διοίκηση του Οργανισμού προσπαθεί να απεγκλωβίσει τον ΟΚΥπΥ από κουλτούρες του παρελθόντος σε ένα αναγνωστικό περιβάλλον και πρόσθεσε ότι «όλοι, γιατροί, νοσηλευτές, παραϊατρικό προσωπικό τρέχουν προς αυτή την κατεύθυνση και προσπαθούν για το καλύτερο».
Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας Χριστίνα Γιαννάκη κάλεσε τον ΟΚΥπΥ να επιλύσει τα διάφορα τρέχοντα ζητήματα για να μην υπάρχουν προβλήματα μεταξύ της Διοίκησης και των γιατρών αλλά και των νοσηλευτών.
«Είναι σημαντικό αυτό διότι υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να λυθούν» σημείωσε.
Ο Επίτροπος Εποπτείας ΓεΣΥ Χριστόδουλος Καϊσής είπε ότι το ΓεΣΥ θα πρέπει να μείνει στην ορθή πορεία και πως αυτό που πρέπει να γίνει είναι όλοι να μείνουν προσηλωμένοι στον αρχικό σχεδιασμό για το ΓεΣΥ. «Αυτό που σχεδιάστηκε και προγραμματίστηκε και πληρώσαμε και κάναμε» είπε, υποδεικνύοντας πως οι όποιες τροποποιήσεις είναι ευπρόσδεκτες φτάνει να μην αφήνονται γκρίζες ζώνες.
Σημείωσε επίσης πως από την πλευρά της η εποπτική αρχή του ΓεΣΥ παρατηρεί την πορεία υλοποίησης του ΓεΣΥ από την αρχή της εφαρμογής του και όπου εντοπίζει καταστάσεις που ξεφεύγουν από την ορθή πορεία και από αυτό που είχε οραματιστεί εκδίδει τις εκθέσεις της τις οποίες στέλνει και στη Βουλή.
Διαβεβαίωσε ακόμη ότι το ΓεΣΥ δεν πρόκειται ποτέ να καταρρεύσει λέγοντας ότι κακώς συζητείται η βιωσιμότητα του ΓεΣΥ.
Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της Επιτροπής ο Πρόεδρος της Ευθύμιος Δίπλαρος ανέφερε ότι τα συμπεράσματα από τη συζήτηση θα αξιοποιηθούν από όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες και η Επιτροπή θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στα όσα έχουν καταθέσει ενώπιον της οι εμπλεκόμενοι με το ΓεΣΥ φορείς με στόχο να διορθωθούν οι στρεβλώσεις τα λάθη και οι παραλείψεις και πάντα με απώτερο στόχο την αναβάθμιση των παρεχόμενων προς τους πολίτες υπηρεσιών υγείας.
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ Μαρίνα Νικολάου είπε ότι το ΑΚΕΛ ζητά άμεσες λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τομέας της Υγείας και παράλληλα υλοποίηση των εξαγγελιών της Κυβέρνησης έτσι ώστε τα δημόσια νοσηλευτήρια να ενισχύονται και να εκσυγχρονίζονται.
«Όλοι αναγνωρίζουν ότι τα δημόσια νοσηλευτήρια αποτελούν τον βασικό κορμό των υπηρεσιών υγείας εντός του πλαισίου του ΓεΣΥ» συμπλήρωσε.
Ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος ανέφερε ότι με την ολοκλήρωση της συζήτησης για την αποτίμηση της μέχρι σήμερα εφαρμογής του ΓεΣΥ «αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι είναι ότι με την εφαρμογή του ΓεΣΥ πρέπει να διασφαλίσουμε δύο δεδομένα, πρώτον τη βασική φιλοσοφία του ΓεΣΥ που είναι η ελεύθερη επιλογή γιατρού και νοσηλευτηρίου και δεύτερο να αναβαθμίσουμε όσο μπορούμε την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών προς όφελος όλων των πολιτών και κυρίως εκείνων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίζουν υψηλής ποιότητας ιατροφαρμακευτική περίθαλψη μέσα από άλλες διαδικασίες».
Αντίθεση ΔΗΣΥ με το ενδεχόμενο ένταξης ΠΙΣ στο ΔΣ του ΟΑΥ
Σε ό,τι αφορά εξάλλου τη συζήτηση για το κατά πόσο ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος θα πρέπει να ενταχθεί στο ΔΣ του ΟΑΥ ο Πρόεδρος της Επιτροπής, εκφράζοντας τη θέση του ΔΗΣΥ, ανέφερε ότι η φιλοσοφία του ΔΣ του ΟΑΥ λέει ότι σε αυτό συμμετέχουν μόνο αυτοί που πληρώνουν, δηλαδή εργοδότες, εργαζόμενοι, κράτος και αυτοί που λαμβάνουν υπηρεσίες δηλαδή οι ασθενείς και πως στόχος αυτής της φιλοσοφίας είναι να διαχειρίζονται το Ταμείο του ΓεΣΥ αυτοί που εισφέρουν και όχι αυτοί που πληρώνονται από το Σχέδιο.
Και πρόσθεσε πως ακόμα και αν αναγνωριστεί ότι ο ΠΙΣ είναι θεσμοθετημένο σώμα «δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι και άλλοι σύλλογοι επαγγελματιών παρόχων όπως ο Παγκύπριος Φαρμακευτικός Σύλλογος έχουν την ίδια νομική υπόσταση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση στη συμμετοχή στο ΔΣ του ΟΑΥ».
Υπέδειξε ακόμα ότι η νομοθεσία προβλέπει ενεργότερη συμμετοχή των γιατρών μέσα από τη λειτουργία της Επιστημονικής Επιτροπής η οποία θα συμβουλεύει και οι εισηγήσεις της θα είναι υποβοηθητικές προς τον ΟΑΥ. «Άρα υπάρχει αυτή η Επιστημονική Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν οι γιατροί, συμμετέχουν οι ακαδημαϊκοί και σε περίπτωση που αυτή η επιτροπή υπολειτουργεί είναι ευθύνη του ΟΑΥ όπως λέει και ο νόμος να την δραστηριοποιήσει για να καταθέτει εισηγήσεις προς το ΔΣ και όχι να ενταχθεί ο ΠΙΣ στο ΔΣ του ΟΑΥ» συμπλήρωσε.
Επιπρόσθετα, η Επιτροπή εξέτασε την ακόλουθη πρόταση νόμου:
Ο περί Γενικού Συστήματος Υγείας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2023
Η Επιτροπή εξέτασε την πιο πάνω πρόταση νόμου σκοπός της οποίας είναι η τροποποίηση του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου, ώστε ιατροί μη συμβεβλημένοι με το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓΕΣΥ), οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες ενδονοσοκομειακής φροντίδας σε ιδιωτικά νοσηλευτήρια τα οποία εντάσσονται στο ΓΕΣΥ, να συνεχίσουν να έχουν το δικαίωμα παροχής τέτοιων υπηρεσιών για περαιτέρω περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία ένταξης του οικείου ιδιωτικού νοσηλευτηρίου στο Σύστημα, χωρίς ταυτόχρονα να επηρεάζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματά τους, λόγω της συνέχισης παροχής τέτοιων υπηρεσιών και/ή να εγείρονται ζητήματα αστικών αξιώσεων εναντίον των εν λόγω ιατρών.
Αντίθεση Υπ. Υγείας σε πρόταση για γιατρούς εκτός ΓεΣΥ σε νοσηλευτήρια εντός συστήματος
Την αντίθεση του εξέφρασε ενώπιον της Βουλής το Υπουργείο Υγείας στην πρόταση νόμου που κατέθεσε ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ Πανίκος Λεωνίδου αναφορικά με τροποποίηση της νομοθεσίας για το ΓεΣΥ έτσι ώστε να ισχύσει μεταβατική περίοδος σε ό,τι αφορά τους γιατρούς που συνεργάζονται με νοσηλευτήρια τα οποία εντάσσονται στο ΓεΣΥ και οι ίδιοι επιθυμούν να παραμείνουν εκτός ΓεΣΥ. Αντίθεση φαίνεται να υπάρχει και από τα κόμματα ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ ενώ σε ό,τι αφορά τη συνταγματικότητα της πρότασης νόμου η Νομική Υπηρεσία αρνήθηκε να τοποθετηθεί επικαλούμενη την εκ προοιμίου αντίθεση του Υπουργείου Υγείας, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μερίδας Βουλευτών.
Η πρόταση νόμου, η οποία προβλέπει μεταβατική περίοδο προσαρμογής χρονικής διάρκειας δύο ετών για γιατρούς που είναι συμβεβλημένοι με νοσηλευτήρια τα οποία εντάσσονται στο ΓεΣΥ και οι οποίοι δεν επιθυμούν να ενταχθούν στο ΓεΣΥ, συζητήθηκε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας.
Ο εισηγητής της πρότασης νόμου Βουλευτής του ΔΗΚΟ Πανίκος Λεωνίδου υπεραμύνθηκε της πρότασης λέγοντας ότι αποτελεί στην ουσία συνέχεια προηγούμενης προσπάθειας για επικύρωση της συμφωνίας που είχε γίνει μεταξύ του προηγούμενου Υπουργού Υγείας, του ΟΑΥ και των γιατρών για μεταβατική περίοδο για τους γιατρούς που δεν επιθυμούσαν ή δεν μπορούσαν να ενταχθούν στο ΓεΣΥ τη χρονική στιγμή που το νοσηλευτήριο στο οποίο υπάγονταν εντασσόταν στο ΓεΣΥ. Κάτι που όπως πρόσθεσε ήρθε εκ των υστέρων ο Γενικός Εισαγγελέας και έκρινε ότι δεν ήταν νόμιμο.
«Επί της ουσίας όμως είτε παρανόμως είτε όχι, δόθηκε μια παράταση, και αυτό που επιδιώκουμε σήμερα είναι αυτό που δόθηκε τότε έκνομα να δοθεί τώρα νόμιμα» πρόσθεσε, υποδεικνύοντάς ότι η πρόταση δεν αλλάζει ούτε τη φιλοσοφία ούτε την αρχιτεκτονική του ΓεΣΥ αλλά κατοχυρώνει προσωρινά ένα συνταγματικό δικαίωμα κάποιων γιατρών οι οποίοι σε δεδομένη χρονική στιγμή αποφασίζουν να μην ενταχθούν στο ΓεΣΥ και ζητούν μια μεταβατική περίοδο για να αποκατασταθούν επαγγελματικά.
Ο Εκπρόσωπος της Ομάδας Συνεργατών Γιατρών που εργάζονται στην Πολυκλινική «Υγεία» εκτός ΓεΣΥ, Χάρης Αρμεύτης είπε ότι η αναμενόμενη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του ΟΑΥ και της Πολυκλινικής «Υγεία» τους αφήνει χωρίς καμία προειδοποίηση επαγγελματικά άστεγους, αναφέροντας παράλληλα πως οι επηρεαζόμενοι γιατροί δεν έχουν ακόμη λάβει καμία ενημέρωση για την τελική απόφαση του νοσηλευτηρίου αναφορικά με την ένταξη του στο ΓεΣΥ.
Ο κ. Αρμεύτης είπε ότι το όλο ζήτημα επηρεάζει τόσο τους γιατρούς όσο και τους ασθενείς. Πρόσθεσε δε πως σύμφωνα με νομική γνωμάτευση που έχουν στην κατοχή τους οι γιατροί, με βάση τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού υπάρχει σχέση οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των συνεργατών γιατρών και του νοσηλευτηρίου και πως η αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή θα συνιστούσε καταχρηστική εκμετάλλευση σχέσης οικονομικής εξάρτησης.
Ο κ. Αρμεύτης είπε ότι από την πλευρά των επηρεαζόμενων γιατρών δεν υπάρχει πρόθεση για αμφισβήτηση της λειτουργίας του ΓεΣΥ, σημείωσε ωστόσο πως «η συστημικότητα του ΓεΣΥ θα πρέπει να προβληματίσει όλους για τις συνέπειες στην περίπτωση που η ένταξη της Πολυκλινικής ‘Υγεία’ συνδυαστεί με τη διάλυση του ιδιωτικού τομέα της Ιατρικής στη Λεμεσό».
Σημείωσε επίσης ότι με την άμεση ένταξη της Πολυκλινικής «Υγεία» ένας σημαντικός αριθμός γιατρών θα βρεθούν χωρίς επαγγελματική στέγη, χωρίς χειρουργικές αίθουσες και χωρίς την οποιαδήποτε εναλλακτική λύση από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλο νοσηλευτήριο στη Λεμεσό μη συμβεβλημένο με το ΓεΣΥ.
Αναφέρθηκε ακολούθως τα προβλήματα που θα προκύψουν με την ένταξη της κλινικής στο ΓεΣΥ, εκτιμώντας ότι «θα υπάρξει πρόβλημα βιωσιμότητας στο ΓεΣΥ καθώς ο προϋπολογισμός είναι σφαιρικός και όσο εισέρχονται κλινικές η μονάδα θα μειώνεται και μαζί με αυτή και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Συστήματος».
Ανέφερε ακόμη ότι ο κόσμος στερείται του δικαιώματος ελεύθερης επιλογής στα θέματα υγείας και έκανε λόγο για παραβίαση της βασικής αρχής των δικαιωμάτων των ασθενών για ελεύθερη επιλογή γιατρού, ενώ έκανε λόγο και για κίνδυνο διάλυσης της ασφαλιστικής βιομηχανίας με όλα τα συνεπακόλουθα.
Ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου Πέτρος Αγαθαγγέλου ανέφερε ότι οι γιατροί που δεν έχουν ενταχθεί στο ΓεΣΥ ανέρχονται στους 400-450 περίπου.
Στην τοποθέτηση της η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας Χριστίνα Γιαννάκη αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι το Υπουργείο Υγείας δεν συμφωνεί με την πρόταση νόμου του Πανίκου Λεωνίδου, με την τροποποίηση, δηλαδή του νόμου του ΓεΣΥ και αυτό γιατί «αυτή η τροποποίηση προφανώς επηρεάζει διάφορες πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθεσίας με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας σε οριζόντια βάση».
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας είπε ότι ενόψει του γεγονότος ότι η πρόταση νόμου δεν γίνεται αποδεκτή από την εκτελεστική εξουσία και επειδή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ο νομικός σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Υπουργείων, η Νομική Υπηρεσία δεν μπορεί να τοποθετηθεί επί οποιουδήποτε θέματος συνταγματικότητας ή άλλου θέματος επί της πρότασης νόμου καθώς ενδέχεται να υπάρχει θέμα σύγκρουσης συμφέροντος.
Θέση που προκάλεσε την αντίδραση μερίδας Βουλευτών με τον Βουλευτή και Πρόεδρο της ΕΔΕΚ Μαρίνο Σιζόπουλο να απαντά ότι η Νομική Υπηρεσία δεν είναι νομικός σύμβουλος της Κυβέρνησης αλλά του κράτους, κάτι που όπως ανέφερε συζητήθηκε και σε πρόσφατη συνάντηση του Γενικού Εισαγγελέα με την Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων. «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Νομική Υπηρεσία παρεμβαίνει και σε προτάσεις νόμου των βουλευτών και σε θέματα που αφορούν αποκλειστικά το Κοινοβούλιο και όχι την εκτελεστική εξουσία» είπε και πρόσθεσε πως «αυτή την αντίληψη που κάποιοι στο παρελθόν διαμόρφωσαν για τους δικούς τους λόγους είναι καιρός να την εγκαταλείψουμε».
Θέση με την οποία συμφώνησε και ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ Πανίκος Λεωνίδου, επικαλούμενος και αυτός τη συνάντηση του Γενικού Εισαγγελέα με την Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων λέγοντας πως συμφωνήθηκε ότι οι λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας που θα συμμετέχουν στις συνεδρίες κοινοβουλευτικών επιτροπών για προτάσεις νόμου θα εκφράζουν την άποψη τους περί συνταγματικότητας ή όχι.
Ζήτησε επίσης όπως η Νομική Υπηρεσία τοποθετηθεί επί της συνταγματικότητας ή μη της πρόταση νόμου «για να πάψει αυτός ο ψίθυρος και η λάσπη εις βάρος επαγγελματιών νομικών» και πρόσθεσε ότι «δεν μπορεί να εκφράζεται ο καθένας από τα ραδιόφωνα και η Νομική Υπηρεσία, το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο του κράτους να λέει δεν θα πω επειδή είπε η Υπουργός τηλεφωνικά», αλλά και όπως στην επόμενη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής κληθεί ο Γενικός Εισαγγελέας για να τοποθετηθεί επί του όλου θέματος.
Ο Βουλευτής και Πρόεδρος του ΕΛΑΜ Χρίστος Χρίστου είπε ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί η συγκεκριμένη πρόταση νόμου και να δοθεί στους επηρεαζόμενους γιατρούς το χρονικό πλαίσιο το οποίο απαιτείται για να βρουν άλλη επαγγελματική στέγη. Είπε ακόμη πως όταν η Πολιτεία παρέχει το δικαίωμα σε έναν γιατρό, αυτό σημαίνει ότι του δίνει δύο επιλογές και όχι ότι του δίνει μια επιλογή και εμποδίζει τη δεύτερη.
Επί της πρότασης νόμου ο Μαρίνος Σιζόπουλος διερωτήθηκε πως η Πολιτεία κατοχυρώνει το δικαίωμα των επηρεαζόμενων γιατρών να ασκούν ελεύθερα το επάγγελμα τους αλλά και πως κατοχυρώνεται το δικαίωμα των ασθενών να επιλέγουν ελεύθερα τον γιατρό τους από τη στιγμή που ο γιατρός τον οποίο επιλέγουν τίθεται εκτός επαγγέλματος με δεδομένο ότι δεν θα έχει χώρο για να ασκήσει το επάγγελμα του.
Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ Μιχάλης Γιακουμή είπε ότι αυτό που θα πρέπει να υπερισχύσει είναι το καλό των ασθενών και ζήτησε από το Υπουργείο Υγείας να προτείνει λύση στο πρόβλημα. «Να μην είμαστε δογματικοί, να ανοίξουμε το μυαλό μας και βρούμε μια λύση» είπε.
Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίας ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ευθύμιος Δίπλαρος είπε πως πρόκειται για ένα θέμα το οποίο είχε συζητηθεί στην Επιτροπή Υγείας και στο παρελθόν αλλά και ότι ο ΔΗΣΥ τάσσεται ενάντια στην πρόταση νόμου καθώς θεωρεί πως υλοποίηση της συγκεκριμένης πρότασης ενδεχομένως να οδηγήσει σε περιπέτειες.
Πρόσθεσε ότι ο ΔΗΣΥ ανέμενε ότι το Υπουργείο Υγείας θα ερχόταν με συγκεκριμένο νομοσχέδιο για να καλύψει το όλο ζήτημα, επανέλαβε ωστόσο πως από την ώρα που το Υπουργείο Υγείας είναι αρνητικό «δεν μπορούμε να προχωρήσουμε».
Σε ερώτηση για τη στάση της Νομικής Υπηρεσίας ο κ. Δίπλαρος είπε ότι από την ώρα που η πρόταση νόμου είχε κατατεθεί και η Νομική Υπηρεσία γνώριζε την εν λόγω πρόταση νόμου, θα ήταν πολύ βοηθητικό και για τα μέλη της Επιτροπής, από τη στιγμή που ήρθε (η Νομική Υπηρεσία) στη συνεδρία να κατέθετε έστω και άτυπα τη θέση της επί τη συγκεκριμένη πρότασης νόμου και όχι απλά να καλύπτεται πίσω από τη θέση του Υπουργείου Υγείας.
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ Μαρίνα Νικολάου είπε ότι το ΑΚΕΛ έχει ήδη εκφράσει τη διαφωνία του με την πρόταση νόμου και διατύπωσε τη θέση του κόμματος πως «οποιαδήποτε αλλαγή που αφορά το νομοθετικό πλαίσιο του διέπει το ΓεΣΥ πρέπει να στοχεύει στη βελτίωση του διασφαλίζοντας παράλληλα τη φιλοσοφία του».
Σημείωσε επίσης ότι από τη σημερινή συζήτηση προκύπτει διάσταση μεταξύ της θέσης του Υπουργείου Υγείας και των συγκυβερνώντων κομμάτων σε ό,τι αφορά την εν λόγω πρόταση νόμου και κάλεσε την Κυβέρνηση να διαβουλευτεί με τα συγκυβερνώντα κόμματα και να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.
Από την πλευρά του ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ Πανίκος Λεωνίδου δήλωσε ότι η πρόταση νόμου είναι καθόλα συνταγματική και επιδιώκει να ισορροπήσει και να παραχωρήσει και σήμερα στους ενδιαφερόμενους γιατρούς το ίδιο δικαίωμα που είχε και στο παρελθόν παραχωρηθεί από τον Υπουργό Υγείας σε ανάλογες περιπτώσεις νοσηλευτηρίων στη Λευκωσία.
Είπε ακόμη ότι η πρόταση νόμου ουδόλως αλλοιώνει τη φιλοσοφία και την αρχιτεκτονική του ΓεΣΥ και πρόσθεσε ότι το ΔΗΚΟ με προτάσεις και εισηγήσεις που θα καταθέσει σύντομα επιδιώκει την ενίσχυση του ρόλου των θεσμικών οργάνων του ΓΕΣΥ, δηλαδή του ΟΚΥπΥ και του ΟΑΥ, με στόχο την παροχή καλύτερων υπηρεσιών υγείας στους πολίτες.
Τέλος, η Επιτροπή πραγματοποίησε συνάντηση με την ομάδα πρωτοβουλίας «Ιατρική Ασπίδα».
Καταγγελίες για Ιατρ. Συμβούλιο κατέθεσε στην Επ. Υγείας η «Ιατρική Ασπίδα»
Σοβαρές καταγγελίες σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου έθεσε ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υγείας η Ομάδα Πρωτοβουλίας «Ιατρική Ασπίδα», κάνοντας λόγο, μεταξύ άλλων για απουσία ελέγχου του Συμβουλίου και παράνομες εγγραφές γιατρών, απουσία ελέγχου των γιατρών που εργάζονται στην Κύπρο και γιατρούς που εργάζονται με ψεύτικες ιδιότητες, απουσία αξιολόγησης και επαναξιολόγησης των γιατρών και απουσία επιβολής ποινών.
Οι αναφορές έγιναν κατά τη διάρκεια συνάντησης της Επιτροπής Υγείας με την ομάδα πρωτοβουλίας «Ιατρική Ασπίδα».
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ενώπιον της Επιτροπής η Συντονίστρια της Ομάδας Ελεονώρα Μαυρομμάτη η «Ιατρική Ασπίδα» – η οποία δραστηριοποιείται σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Ασθενών Κύπρου (ΟΣΑΚ) – έχει διαπιστώσει πως ότι λόγω του τρόπου λειτουργίας του το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, δεν μπορεί να φέρει εις πέρας το ρόλο και τον σκοπό ίδρυσης του με αποτέλεσμα «η διασφάλιση και η προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ασθενών να βρίσκεται στο έλεος του κάθε γιατρού με τις ανάλογες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν, ακόμα και με θάνατο που μπορεί να προκληθεί εξ υπαιτιότητας κάποιου γιατρού».
Η κ. Μαυρομμάτη έκανε λόγο για «παράνομες εγγραφές γιατρών στο μητρώο του Συμβουλίου υποδεικνύοντας ότι κατόπιν σχετικής καταγγελίας της Ομάδας στον πρώην Υπουργό Υγείας και κατόπιν οδηγιών του έγινε έρευνα και διαφάνηκε ότι οι περιπτώσεις παράνομων εγγραφών δεν αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις όπως υποστηρίζει το Ιατρικό Συμβούλιο αλλά είναι πάρα πολλές».
«Η θέση του Συμβουλίου για τον αριθμό των γιατρών που εξασφάλισαν την εγγραφή τους στο μητρώο παράνομα είναι για 90 γιατρούς και στη συνέχεια ισχυρίστηκαν ότι οι 40 από αυτούς δεν εργάζονται πλέον στην Κύπρο. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι όντως γιατροί. Αυτή η δήλωση που έγινε από το Συμβούλιο είναι αναληθής με σκοπό την παραπλάνηση της Επιτροπής αλλά και των πολιτών» κατήγγειλε η κ. Μαυρομμάτη, εξηγώντας ότι η θέση της ομάδας είναι ότι ο αριθμός αυτός είναι αρκετά μεγαλύτερος.
«Έχουμε στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν ότι έχουν γίνει περισσότερες εγγραφές γιατρών χωρίς την τήρηση της νομοθεσίας, έχουν γίνει εγγραφές με λιγότερες ώρες μαθημάτων που απαιτούνται από την νομοθεσία και έχουν γίνει εγγραφές ιατρών χωρίς να προσκομίσουν τα πιστοποιητικά που απαιτούνται από την νομοθεσία για την αναγνώριση των ειδικοτήτων τους» σημειωσε.
Έκανε ακολούθως λόγο για απουσία ελέγχου στους γιατρούς που εργάζονται στην Κύπρο εξηγώντας πως η μοναδική υποχρέωση των γιατρών εφόσον εγγραφούν στον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο και στον τοπικό ιατρικό σύλλογο της πόλης όπου δραστηριοποιούνται είναι να καταβάλλουν ετησίως το ποσό των 200 ευρώ με την άδεια τους να ανανεώνεται αυτόματα «ανεξάρτητα εάν υπάρχουν καταγγελίες ή εκκρεμούν ποινικές υποθέσεις εναντίον τους».
Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής που ακολουθεί ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος, είναι, όπως είπε, αρκετοί γιατροί να εργάζονται με ψεύτικες ειδικότητες παραπλανώντας τους ασθενείς και βάζοντας σε κίνδυνο τις ζωές των ασθενών. Η κ. Μαυρομμάτη υπενθύμισε επ’ αυτού την περίπτωση των δύο γιατρών που εργάζονταν, όπως ανέφερε, «για 5 συνεχόμενα χρόνια με ψεύτικη ειδικότητα».
«Έχουμε περιπτώσεις γιατρών με απρεπή συμπεριφορά, και γιατρούς που κακομεταχειρίζονται τους ασθενείς τους, με λίγα λόγια ο καθένας κάνει ότι θέλει» συμπλήρωσε, προσθέτοντας ότι «όλοι αυτοί οι γιατροί συνεχίζουν να εργάζονται με τις ψεύτικες ειδικότητες τους και ανανεώνουν κανονικά την άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος τους από τον Ιατρικό Σύλλογο».
Η κ. Μαυρομμάτη μίλησε επίσης για απουσία αξιολόγησης των γιατρών που εργάζονται στην Κύπρο, υποδεικνύοντας ότι «η πρακτική που ακολουθεί ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος στην Κύπρο είναι της μη αξιολόγησης». «Φαίνεται ότι έχουν επιλέξει και έχουν δώσει την ευκαιρία στους γιατρούς που εργάζονται στην Κύπρο να μην αξιολογούνται στις επαγγελματικές τους δεξιότητες, στις ιατρικές τους γνώσεις, στην απόδοση τους και στην συμπεριφορά τους στον εργασιακό τους χώρο» ανέφερε σχετικά ενώ έκανε λόγο παράλληλα και για απουσία επαναξιολόγησης των γιατρών από τον ΠΙΣ λέγοντας ότι οι γιατροί στην Κύπρο εργάζονται χωρίς να έχουν την υποχρέωση της επαναξιολόγησης της γνώσης και της επιδεξιότητάς τους κατά πόσο συμβαδίζει με τις τελευταίες εξελίξεις της ιατρικής ώστε να μπορούν να συνεχίζουν να εξασκούν το ιατρικό επάγγελμα.
Είπε επίσης ότι στην Κύπρο «δεν υπάρχει τιμωρία και επιβολή ποινών στους γιατρούς» με «τρανταχτή απόδειξη την υπόθεση με τις δύο γιατρούς που έφεραν ψεύτικα πιστοποιητικά από τη Λευκορωσία και με αυτά εξασφάλισαν την αναγνώριση της ειδικότητας τους στην Γενική Ιατρική».
Όπως πρόσθεσε, μετά από σωρεία καταγγελιών εναντίον τους και με τεκμηριωμένα στοιχεία για τα ψεύτικα πιστοποιητικά, το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου απλά έκανε ανάκληση της ειδικότητας τους χωρίς να προσάψει κατηγορίες εναντίον τους και χωρίς να επιβάλει ποινή.
«Το γεγονός ότι ασθενείς για 4 συνεχόμενα χρόνια λάμβαναν θεραπείες και φαρμακευτικές αγωγές από δύο απατεώνες γιατρούς δεν λήφθηκε υπόψη» σημείωσε η Συντονίστρια της Ιατρικής Ασπίδας, προσθέτοντας πως αυτό ωστόσο που λήφθηκε υπόψη από το Ιατρικό Συμβούλιο και τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο ήταν το όνομα και η φήμη αυτών των δύο γιατρών.
«Φρόντισαν με κάθε τρόπο να διασφαλίσουν και να προστατεύσουν το όνομα και την φήμη τους αγνοώντας τις χιλιάδες ασθενείς που έτυχαν θεραπείας από αυτές τις γιατρούς και ακόμα δεν γνωρίζουν αυτές οι χιλιάδες ασθενείς, τον κίνδυνο που ελλοχεύει για την υγεία τους» τόνισε.
Η κ. Μαυρομμάτη ανέφερε ακόμη στους βουλευτές ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει ενιαίος φορέας οργάνωσης και συντονισμού της δια βίου ιατρικής εκπαίδευσης.
Σημειώνεται ότι για όλα αυτά τα θέματα οι βουλευτές Μαρίνος Μουσιούττας και Χαράλαμπος Θεοπέμπτου έχουν καταθέσει σε συνεργασία με την «Ιατρική Ασπίδα» πρόταση νόμου στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας.
Πρόταση νόμου η οποία, όπως εξήγησε η κ. Μαυρομμάτη, σκοπό έχει την εφαρμογή του ρόλου και του σκοπού της ίδρυσης του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου.
«Ζητούμε την αναβάθμιση της σύνθεσης του Συμβουλίου με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες και τον εκσυγχρονισμό του τρόπου λειτουργίας του Συμβουλίου, όπως λειτουργεί και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σχετικά με αρμοδιότητες όπως την εγγραφή, τον έλεγχο, την αξιολόγηση, την εκπαίδευση, την επιβολή ποινών και την επαναξιολόγηση των γιατρών» ανέφερε καταληκτικά.
Μιλώντας επίσης εκ μέρους της Ομάδας ο πρώην βουλευτής και τέως Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων Γιώργος Περδίκης ξεκαθάρισε ότι με τις προτάσεις και διαπιστώσεις της η Ομάδα δεν έχει καμία πρόθεση να λειτουργήσει ως δόρυ εναντίον των γιατρών, όπως είπε, αλλά ως ασπίδα υπέρ των ασθενών.
Nomoplatform-ΚΥΠΕ