Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων και Παθόντων, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας στις 12/04/2022, συζήτησε το ακόλουθο θέμα:
Οι σημερινές εξελίξεις γύρω από το θέμα των αγνοουμένων
Η Επιτροπή συζήτησε εκ νέου τις εξελίξεις γύρω από το θέμα της διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων και ειδικότερα τη νέα εξέλιξη σε σχέση με την περιοχή Ορνίθι, όπου 70 Ασσιώτες εκτελέστηκαν και ρίφθηκαν σε πηγάδια, καθώς και τη μετέπειτα μετακίνησή τους σε σκυβαλλότοπο στο Δίκωμο.
Όπως λέχθηκε στα μέλη της Επιτροπής Προσφύγων, άρχισε σταδιακά η προσπάθεια για αποστολή σε εργαστήριο, με το οποίο συνεργάζεται η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) στην Αμερική, των 2.500 οστών των αγνοουμένων, που παραμένουν εδώ και χρόνια στις αποθήκες της Επιτροπής, με σκοπό την ταυτοποίησή τους. Αναφέρθηκε ακόμη ότι υπάρχει ενδεχόμενο μέσα στα κασόνια της ΔΕΑ να υπάρχουν και άλλοι αγνοούμενοι.
Φτωχά τα αποτελέσματα των ερευνών
Σε δηλώσεις του, μετά τη συνεδρία ο Επίτροπός Προεδρίας, Φώτης Φωτίου, εξέφρασε τον προβληματισμό του για «τα φτωχά αποτελέσματα» των ερευνών, σημειώνοντας ότι «ασφαλώς η κύρια αιτία που υπάρχουν αυτά τα αποτελέσματα είναι η αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας, η οποία συνεχίζει να βλέπει απάνθρωπα το θέμα των αγνοουμένων».
Όπως είπε ο ίδιος έχει πει πολλές φορές ότι έχει διαπιστωθεί και επιστημονικά ότι οι πλείστοι των ομαδικών τάφων, που εντοπίστηκαν και έχουν τύχει εκταφής μέχρι σήμερα «έχουν τύχει σκόπιμης επέμβασης από τον τουρκικό στρατό και τα λείψανα μετακινήθηκαν σε αγνώστους μέχρι στιγμής χώρους για εμάς».
Πρόσθεσε ότι αυτή τη στιγμή η ελληνοκυπριακή πλευρά αναζητά 750 Ελληνοκυπρίους αγνοούμενους, για να σημειώσει πως «η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των αγνοουμένων είναι αποτέλεσμα αυτών των μετακινήσεων».
«Πιστεύω ότι το διπλό αυτό έγκλημα δεν αποτελεί πράξεις ή πρωτοβουλίες μεμονωμένων ατόμων. Ήταν μια συνειδητή οργανωμένη πολιτική της κατοχικής δύναμης και αυτό έγινε, για να καταστρέψει τεκμήρια και αποδείξεις, που θα στοιχειοθετούν τα εγκλήματα της. Δεν είναι τυχαίο που αρνείται πεισματικά να ανοίξει τα αρχεία του ο τουρκικός στρατός και δεν είναι τυχαίο που δεν θέλει να βοηθήσει το έργο της ΔΕΑ, ώστε να εντοπιστούν αυτά τα οστά, που μετακινήθηκαν από τους αρχικούς χώρους ταφής», τόνισε ο Επίτροπος Προεδρίας.
Χαρακτήρισε τραγικό το ζήτημα των Ασσιωτών αγνοουμένων, για να συμπληρώσει ότι «είναι ένα μεγάλο έγκλημα, ήταν μια σφαγή».
Σε σχέση με την μετακίνηση των οστών των Ασσιωτών ανέφερε πως υπήρχε πληροφορία από Τουρκοκύπριο το 2019 ότι αυτά τα οστά έχουν μετακινηθεί στο Δίκωμο, στον παλιό σκυβαλλότοπο που σε κάποιο στάδιο αποκαταστάθηκε με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναφέρθηκε στην ενημέρωση που έτυχε η Επιτροπή Προσφύγων τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον εκπρόσωπο της ΔΕΑ, για την προκαταρκτική μελέτη, που έγινε από τον Πορτογάλο τεχνικό.
Ο κ. Φωτίου είπε πως αυτό που προκύπτει από την προκαταρκτική μελέτη είναι ότι μπορεί να γίνει αυτή η εκταφή και η Κυβέρνηση θέλει να γίνει, για να προσθέσει πως θα συνεχίσουν στο δεύτερο σκέλος, ώστε να γίνει πλέον πιο συγκεκριμένη μελέτη με χρονοδιαγράμματα και με το κόστος, κάνοντας λόγο για τεράστιο έργο, που θα διενεργηθεί, ώστε να εντοπιστούν αν πραγματικά τα οστά βρίσκονται εκεί.
Για το αίτημα των οικογενειών της Άσσιας να σταλούν στην Αμερική, στο εργαστήριο που συνεργάζεται η ΔΕΑ, τα 2.500 οστά που εντοπίστηκαν κατά τις εκταφές στα δύο πηγάδια στο Ορνίθι και δεν έτυχαν των επιστημονικών εξετάσεων από τη ΔΕΑ, είπε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία είναι διατεθειμένη να καταβάλει και αυτό το κόστος, το οποίο είχε εκτιμηθεί περίπου στο 1 εκατομμύριο, ώστε να ολοκληρωθεί και να γίνει με επιτυχία αυτή η προσπάθεια.
Ανέφερε πως υπάρχουν συγγενείς που δεν πήραν ολοκληρωμένα οστά ή πήραν μερικά ή λίγα οστά από τους συγγενείς τους, για να συμπληρώσει ότι μέσα από την ταυτοποίηση και των επιπρόσθετων οστών θα έπαιρναν περισσότερα οστά, για να προχωρήσουν σε κηδείες.
«Πολλοί Ασσιώτες», συνέχισε, δεν έχουν προχωρήσει σε κηδείες γι’ αυτό το λόγο».
Επίσης, είπε ότι πιθανόν σε αυτά τα οστά να προκύψουν και νέες περιπτώσεις, σημειώνοντας ότι φαίνεται από κάποιες πληροφορίες ότι υπάρχουν μία – δύο περιπτώσεις τέτοιες αγνοουμένων.
«Επιβάλλεται η ΔΕΑ να στείλει αυτά τα οστά και πραγματικά είναι με απογοήτευση που ενημερωθήκαμε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν συναινεί στην αποστολή των δειγμάτων και ξέρετε πολύ καλά ότι για να υπάρχει απόφαση στην ΔΕΑ πρέπει να είναι ομόφωνη και των τριών μελών. Έτσι ενημερωθήκαμε και σήμερα ότι η ΔΕΑ θα προχωρήσει να στέλνει σταδιακά αυτά τα οστά. Είναι αυτό μια μικρή πρόοδος ασφαλώς και πρέπει να το πούμε αυτό, θα στέλνονται σταδιακά», ανέφερε.
Διαβεβαίωσε, τέλος, τους συγγενείς των αγνοουμένων ότι από πλευράς της η Κυβέρνηση σε συνεργασία με τη Βουλή θα εντατικοποιήσει τις προσπάθειες, για εντοπισμό των χώρων ταφής που επανατάφηκαν για τα οστά, που σκόπιμα μετακινήθηκαν από μαζικούς χώρους ταφής από τον τουρκικό στρατό.
Επιπλέον, είπε πως θα συνεχίσουν να στηρίζουν και οικονομικά και άλλως πώς τη διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων, για να προσθέσει πως «αυτό αποτελεί δέσμευση, υποχρέωση και καθήκον της κυβέρνησης και της πολιτείας απέναντι στους ήρωες μας, αλλά και απέναντι στου συγγενείς τους».
Ουσιαστικά αδιευκρίνιστο έγκλημα στο Ορνίθι, να εξεταστούν όλα τα οστά
Μιλώντας για το θέμα της μετακίνησης των οστών από το Ορνίθι στο Δίκωμο, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής Συγγενών Αγνοουμένων Άσσιας, Γιάννος Δημητρίου, είπε πως το έγκλημα που διαπράχθηκε στο Ορνίθι είχε πολλές παραλλαγές στην εξέλιξή του, εξηγώντας ότι υπήρχε μια ομάδα 70 αμάχων, που συνελήφθησαν στην Άσσια στις 21 Αυγούστου 1974, και η οποία μεταφέρθηκε αρχικά στο Γκαράζ Παυλίδη.
Ανέφερε πως ακολούθως αυτή η ομάδα εκτελέστηκε στο Ορνίθι και οι δολοφονηθέντες ρίχθηκαν σε δύο πηγάδια, με την εκταφή του να γίνεται μεταξύ 2008 και 2009 και στις αρχές του 2010 να ολοκληρώνεται.
«Αφού ολοκληρώθηκε η ανάλυση των οστών», συνέχισε, «ήταν εμφανές ότι είχαν μετακινηθεί οργανωμένα οι δύο τάφοι. Αυτό φάνηκε από τα ευρήματα, δηλαδή υπήρχε παραβίαση των δύο πηγαδιών. Βρέθηκε μικρός αριθμός σκελετών, που ήταν μέσα σε λαγούμια, γύρω στα 4 και τα υπόλοιπα ήταν τεμάχια ή και μικρά ή θρύψαλα, μερικές χιλιάδες ήταν τα μικρά οστά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Δημητρίου.
Πρόσθεσε ότι η ΔΕΑ έκανε μια προσπάθεια με ανθρωπολογικά κριτήρια να βρει σκελετικά στοιχεία, τα οποία ανήκαν σε διαφορετικούς ανθρώπους. Επίσης, είπε ότι αφού έγινε αυτή η ανθρωπολογική μελέτη, στάληκαν αρκετά δείγματα, όπου έγινε ανάλυση DNA και από τα ευρήματα ταυτοποιήθηκαν 68 άτομα από την ομάδα, που ανεμένετο να υπήρχαν 70 άτομα.
Όπως σημείωσε «υπήρχαν τουλάχιστον δύο προφίλ, τα οποία παρέμεναν αδιευκρίνιστα εδώ και χρόνια», για να προσθέσει πως οι συγγενείς των Ασσιωτών επέμεναν εδώ και πάρα πολλά χρόνια στις συναντήσεις τους με τη ΔΕΑ ότι έπρεπε όλα τα οστά να τύχουν ανάλυσης DNA και να αποδοθούν στις οικογένειες, ώστε να εκπληρώσουν το ιερό καθήκον του σεβασμού απέναντι στους νεκρούς τους.
Ταυτόχρονα, ανέφερε υποδείκνυαν ότι το έγκλημα στο Ορνίθι «παρέμενε ουσιαστικά αδιευκρίνιστο ως προς τον αριθμό των ανθρώπων, που πιθανόν να ήταν μέσα, καθότι δεν είχε ολοκληρωθεί η ταυτοποίηση και των 70 που ανεμένετο και υπήρχαν και δύο προφίλ, τα οποία δεν μπόρεσαν να τα αποδώσουν».
Ο κ. Δημητρίου είπε ότι «δυστυχώς, πέρασαν 10 χρόνια για να αποδειχθεί ότι όντως υπήρχε ένα πρόσθετο άγνωστο άτομο μέσα σε εκείνο το πηγάδι», εκφράζοντας τη θλίψη το, διότι οι συγγενείς ανέμεναν ότι θα μπορούσε να τύχει διαχείρισης το συγκεκριμένο ζήτημα πολύ πιο πριν.
Αναφέρθηκε εκ νέου στην περίπτωση του Γεώργιου Φορή, η οικογένεια του οποίου το 2015, προχώρησε με εξέταση των οστών που της αποδόθηκαν και εντόπισε ότι της είχαν δοθεί οστά τεσσάρων διαφορετικών ανθρώπων.
«Ήταν η μόνη περίπτωση που είχε ελεγχθεί για να επιβεβαιωθεί τι έπαιρνε η κάθε οικογένεια. Οπότε συνδυαστικά η περίπτωση του Γεώργιου Φορή και η νέα εξέλιξη στο Ορνίθι με τον εντοπισμό αγνώστου εντός της ομάδας καθιστούν επιβεβλημένο να εξεταστούν όλα τα οστά, διότι πολύ πιθανόν μέσα στα κασόνια της ΔΕΑ να υπάρχουν και άλλοι αγνοούμενοι», ανέφερε.
Δεν προχωρούν οι έρευνες παρά τις μαρτυρίες
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσφύγων, Νίκος Κέττηρος, είπε ότι υπάρχει επιπρόσθετο πρόσωπο ή και δυο πρόσωπα στον ομαδικό τάφο στο Ορνίθι από τα 68 άτομα που έχουν ταυτοποιηθεί.
Όπως ανέφερε και ο ίδιος οι πληροφορίες έλεγαν ότι ο αριθμός των ατόμων που έχουν ταφεί στον ομαδικό τάφο ήταν 70, για να σημειώσει πως το ένα επιπρόσθετο πρόσωπο, που έχει ταυτοποιηθεί, είναι πέραν των δυο που ψάχνει η ΔΕΑ και ενδεχομένως να είναι ένα, δυο ή τρία πρόσωπα.
Διευκρίνισε ότι το προφίλ που έχει βρεθεί, δεν είναι από τα δυο που έψαχνε η ΔΕΑ.
Επιπρόσθετα, σημείωσε ότι στην Επιτροπή Προσφύγων, συγγενείς κατήγγειλαν ότι υπάρχουν πληροφορίες για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, που έχουν ταφεί κατά τη διάρκεια του 1964 και του 1974 και οι έρευνες δεν έχουν προχωρήσει, για να συμπληρώσει ότι αυτή η μαρτυρία είναι πολύ σοβαρή, λέγοντας ότι είναι απαράδεκτο να υπάρχουν πληροφορίες και να μην έχουν διερευνηθεί.
Για τον σκυβαλότοπο στο Δίκωμο είπε ότι παραδόθηκε η προκαταρκτική μελέτη του Πορτογάλου εμπειρογνώμονα, σημειώνοντας ωστόσο ότι οι δυσκολίες θα συνεχιστούν και ενδεχομένως να χρειαστεί να δοθεί άδεια, για να προχωρήσει η εκταφή στον σκουπιδότοπο.
Η Βουλεύτρια του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν, είπε πως το κόμμα της συντάσσεται ανεπιφύλακτα με τους συγγενείς των αγνοουμένων, των Ασσιωτών και όλων των άλλων, που περνούν αυτό το δράμα.
Δεν θέλησε να σχολιάσει τις διαδικασίες και για το πώς εργάζονται οι υπηρεσίες, ούτε να δώσει όπως είπε, τα εύσημα σε κανέναν.
«Μπορεί να εργάζονται πολύ καλά, μπορεί να έχουν αναπτύξει τους τρόπους με τους οποίους βρίσκουν και ταυτοποιούν ίσως αγνοουμένους, ωστόσο, το δράμα των αγνοουμένων παραμένει ως είχε για 48 χρόνια τώρα. Δεν γίνεται να παραδίδεται στους συγγενείς ένα μέρος από το σώμα των αγαπημένων τους, δεν γίνεται με ένα πέλμα να τους λέμε ‘πάρτε το αυτό και θάψτε τους δικούς σας’ ή με μια επιγονατίδα ή με κάτι άλλο. Πραγματικά έχουμε συντριβεί με αυτά που έχουμε ακούσει σήμερα», είπε.
Υπογράμμισε πως πρέπει να αλλάξουν τα πρωτόκολλα, να αλλάξει ο τρόπος και γίνουν πιο διεκδικητικοί, για να συμπληρώσει πως πρέπει όλοι «να υψώσουμε τη φωνή μας και να μην αναφερόμαστε σε αριθμούς, στατιστικά, στο να έχουμε ίση κατανομή των ταυτοποιήσεων Τ/κ και Ε/κ και σε όποιες άλλες συμφωνίες γίνονται».
Συναφείς δημοσιεύσεις στα ΜΜΕ:
Την ανάγκη για αποπολιτικοποίηση του θέματος των αγνοουμένων, υπογραμμίζουν τα μέλη αντιπροσωπείας της Ομάδας Εργασίας του ΟΗΕ για τις εξαναγκαστικές ή ακούσιες εξαφανίσεις, που επισκέφθηκε την Κύπρο στις 5-12 Απριλίου, και είχε επαφές, ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παράλληλα επισημαίνουν πως πρέπει να υπάρξει γρηγορότερη πρόοδος στη διαδικασία αναζήτησης των αγνοουμένων, σημειώνοντας το γεγονός πως συγγενείς τους φεύγουν από τη ζωή χωρίς να μάθουν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. «Ο χρόνος εξαντλείται», τονίζουν.
Την αντιπροσωπεία αποτελούσαν οι Luciano Hazan, Aua Balde και Henrikas Mickevicius, οι οποίοι παρουσίασαν την Τρίτη, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, στο Σπίτι της Συνεργασίας, τα προκαταρκτικά τους ευρήματα. Η τελική έκθεση για την επίσκεψη θα παρουσιαστεί στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των ΗΕ, στη Γενεύη, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
«Ενώ αναγνωρίζουμε τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα, κυρίως λόγω της μακροχρόνιας εργασίας της Δικοινοτικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο, η διαδικασία αναζήτησης έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια και παραμένουν σημαντικές προκλήσεις», παρατήρησαν οι εμπειρογνώμονες των ΗΕ.
Επιπρόσθετα έκαναν έκκληση για επείγοντα μέτρα για επιτάχυνση των εκσκαφών, της αναγνώρισης και της επιστροφής των λειψάνων των αγνοουμένων «καθώς δεκαετίες μετά τα γεγονότα του 1963/64 και του 1974, πάρα πολλοί συγγενείς πεθαίνουν χωρίς να γνωρίζουν για την τύχη και το τι απέγιναν οι αγαπημένοι τους» σημειώνοντας πως σχετικές πληροφορίες μπορεί να είναι διαθέσιμες αλλά δεν αξιοποιούνται πλήρως.
Ο Luciano Hazan είπε πως κατά την παραμονή τους στο νησί, συναντήθηκαν, μεταξύ άλλων με αξιωματούχους της κυπριακής Κυβέρνησης, τη ΔΕΑ, υπηρεσίες των ΗΕ, τον Τ/κ ηγέτη, Ερσίν Τατάρ και συμβούλους του, συγγενείς αγνοουμένων και από τις δυο κοινότητες, καθώς και με προασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόρους, ακαδημαϊκούς και άλλους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών.
Επεσήμανε πως το κύριο ζήτημα της επίσκεψης ήταν το γεγονός ότι 776 Ε/κ και 201 Τ/κ από τον επίσημο κατάλογο της ΔΕΑ παραμένουν αγνοούμενοι».
Υπογράμμισε τη σημασία του έργου της ΔΕΑ σημειώνοντας πως η Επιτροπή αποτελεί παράδειγμα δικοινοτικής καλής πρακτικής και πως είχαν την ευκαιρία να δουν τη δουλειά που γίνεται επί του πεδίου, κατά τη διάρκεια εκσκαφών.
«Πέραν του 50% από τα 2002 άτομα που βρίσκονται στον κατάλογο της ΔΕΑ έχουν εκταφεί και αναγνωριστεί και η Ομάδα Εργασίας ελπίζει ότι η στήριξη που παρέχεται στη ΔΕΑ από τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων, από τα ΗΕ και από τη διεθνή κοινότητα δωρητών θα συνεχιστεί, με στόχο την εξακρίβωση της τύχης και του τι απέγιναν οι υπόλοιποι 977 αγνοούμενοι το συντομότερο δυνατόν».
Η Ομάδα Εργασίας υπογράμμισε πως «είναι ζωτικό να υπάρξει αποπολιτικοποίηση του θέματος των αγνοουμένων στην Κύπρο και γνήσια αυτό να τύχει μεταχείρισης ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ένα ανθρωπιστικό θέμα», προσθέτοντας πως μπορούν να υπάρξουν πιο ουσιαστικά αποτελέσματα μόνο μέσω «μιας άνευ προϋποθέσεων δέσμευσης ανάμεσα σε όλους τους ενδιαφερόμενους για πλήρη συνεργασία προς την επίλυσή του και για να δοθεί πρώτιστη προτεραιότητα στα δικαιώματα των θυμάτων και των συγγενών τους».
Πρόσθεσαν πως είναι ουσιώδες η δυσπιστία και τα μίση να αφεθούν στο παρελθόν και να μπει ένα τέλος στην αγωνία και στον πόνο όλων των οικογενειών. «Οι πρωτοβουλίες και οι δραστηριότητες, κυρίως οι δικοινοτικές, που στοχεύουν στη συμφιλίωση και στην κοινωνική συνοχή πρέπει να τύχουν πλήρης υποστήριξης», σημείωσαν.
Ο κ. Hazan είπε πως «λάβαμε πληροφορίες κατά τις συναντήσεις που είχαμε πως πολιτικοί και άλλοι παράγοντες εντός της κοινότητες φαίνονται να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην απόφαση για να προχωρήσει μια έρευνα σε ένα συγκεκριμένο χώρο».
Πρόσθεσε πως αυτό είναι ένα θέμα που ανησυχεί στην Ομάδα Εργασίας, «γιατί καταλαβαίνουμε ότι επηρέασε και ακόμη επηρεάζει τη διαδικασία αναζήτησης».
«Μάθαμε επίσης ότι ουσιώδεις πληροφορίες σε σχέση με τάφους, πιθανούς μαζικούς τάφους, κατακρατούνται από τις διάφορες πλευρές λόγω δυσπιστίας και πολιτικών σκοπιμοτήτων και ανησυχούμε επίσης για την πρακτική που ακολουθείται κατά τις κηδείες μετά την αναγνώριση, όπου οι πολιτικά φορτισμένες και διαιρετικές ομιλίες, κατά την άποψή μας, κάνουν τη δυσπιστία πιο βαθιά», σημείωσε.
Συνέχισε λέγοντας πως «αυτό στο οποίο θέλουμε να δώσουμε έμφαση είναι πως είναι ουσιώδες για τις δυο πλευρές να αποπολιτικοποίησουν τη διαδικασία της αναζήτησης των αγνοουμένων και γνήσια για μεταχειριστούν το ζήτημα αυτό ως ένα ανθρωπιστικό θέμα και θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Αναφερόμενος στις συναντήσεις τους με μέλη οικογενειών αγνοουμένων, είπε πως αυτά τους εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την επιβράδυνση και την αργοπορία στη διαδικασία, «κάτι που πραγματικά θεωρούμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί».
«Είχαμε την ευκαιρία να λάβουμε πληροφόρηση για ορισμένα θέματα στη διαδικασία αναζήτησης αι έχουμε μάθει ότι η διαδικασία αναζήτησης αυτών που ακόμη αγνοούνται έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια», ανέφερε, και πρόσθεσε πως πολλοί συγγενείς πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν τι έπαθαν οι αγαπημένοι τους.
Είπε επίσης πως «ένα σημαντικό στοιχείο είναι η έλλειψη πρόσβασης σε πληροφορίες σε σχετικά αρχεία χωρών και οργανισμών που διατηρούσαν στρατιωτική, αστυνομική και ανθρωπιστική παρουσία στο νησί κατά τα γεγονότα. Είναι πραγματικά σημαντικό αυτές οι πληροφορίες να παρασχεθούν στη ΔΕΑ» ανέφερε, σημειώνοντας πως η Επιτροπή έχει ήδη πρόσβαση σε ορισμένα αρχεία.
Ο κ. Hazan επεσήμανε πως «ενώ καλωσορίζουμε την αυξημένη πρόσβαση της ΔΕΑ σε στρατιωτικές περιοχές στα βόρεια του νησιού, επαναλαμβάνουμε την έκκληση στις τουρκικές στρατιωτικές αρχές να καταστήσουν πάντοτε προσβάσιμους στη ΔΕΑ τους χώρους στο βόρειο μέρος του νησιού, καθώς και να επιτρέψουν την πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στα αρχεία με στόχο τον εντοπισμό νέων σημείων ταφής».
Οι εμπειρογνώμονες, επίσης, σημείωσαν κάποιες πρόσφατες συζητήσεις στην Κύπρο, ιδιαίτερα στην κοινωνία των πολιτών, για την εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού για την απόδοση της αλήθειας (truth-telling mechanism), που θα μπορούσε να διευκρινίσει τα γεγονότα και τις συνθήκες των εξαφανίσεων.
«Σχεδόν όλοι οι παράγοντες που συναντήσαμε έχουν υπογραμμίσει τη σημασία για διακρίβωση της αλήθειας για τα θύματα, τους συγγενείς και την κοινωνία στο σύνολό της», ανέφερε η Ομάδα Εργασίας, συστήνοντας σε όλους τους παράγοντες να εξετάσουν αυτή την ιδέα, που μπορεί να συμβάλει στη συμφιλίωση.
Οι εμπειρογνώμονες, επίσης, σημείωσαν πως «δεν υπήρξε πρόοδος σε σχέση με τις ποινικές έρευνες και διώξεις για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα άτομα να αγνοούνται, περιλαμβανομένων πιθανόν εξαναγκαστικών εξαφανίσεων».
Πρόσθεσαν πως αυτός είναι ένας άλλος ουσιώδης πυλώνας που πρέπει να αντιμετωπιστεί, μαζί με το θέμα της αλήθειας, της αποζημίωσης και της μνήμης, σημειώνοντας πως στην Κύπρο είναι πολύ λίγη η έμφαση που δίδεται στη λογοδοσία.
Σε σχέση με την πρόληψη των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων, η Ομάδα Εργασίας εξέφρασε ανησυχία για πληροφορίες που λήφθηκαν για απωθήσεις τόσο στη θάλασσα όσο και στην Πράσινη Γραμμή.
Σημείωσαν τις προκλήσεις που υπάρχουν λόγω του αυξημένου αριθμού αφίξεων στο νησί, υπενθυμίζοντας, παράλληλα, ότι «το διεθνές δίκαιο ξεκάθαρα απαγορεύει την επιστροφή οποιουδήποτε προσώπου εκεί όπου υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι να πιστεύεται ότι τα άτομα θα βρίσκονται σε κίνδυνο εξαναγκαστικής εξαφάνισης».
Οι εμπειρογνώμονες έκαναν έκκληση, εξάλλου, για τη δημιουργία ενός επαρκούς νομικού πλαισίου ως μέτρου για την πρόληψη εξαναγκαστικών εξαφανίσεων.
«Ορισμένα από αυτά τα μέτρα μπορούν να ληφθούν γρήγορα, περιλαμβανομένης της επικύρωσης της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία Όλων των Ατόμων από Εξαναγκαστική Εξαφάνιση, και της εισαγωγής ενός αυτόνομου εγκλήματος για εξαναγκαστική εξαφάνιση στον ποινικό κώδικα», σημείωσαν.
Nomoplatform-ΚΥΠΕ-ΓΤΒ