Σκοπός της πρότασης νόμου είναι η τροποποίηση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, ώστε να δίνεται το δικαίωμα στο θύμα να ζητήσει όπως όλες οι διαδικασίες κατά την εκδίκαση υποθέσεων για διάπραξη αδικημάτων βίας διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Διευκρινίζεται παράλληλα ότι και το δικαστήριο δύναται αυτεπάγγελτα να διατάξει όπως η εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.
Με την παρούσα πρόταση νόμου επιδιώκεται να παρασχεθεί περαιτέρω προστασία στα δικαιώματα των θυμάτων βίας στην οικογένεια, με τρόπο που αυτά να προσέρχονται στα δικαστήρια σε συνθήκες που να τους επιτρέπουν να εκφραστούν και να καταθέσουν ελεύθερα τη μαρτυρία τους. Τα θύματα καλούνται να αναφερθούν με λεπτομέρεια στα περιστατικά βίας τα οποία έχουν υποστεί και η παρουσία του κοινού στην αίθουσα του δικαστηρίου ενδέχεται να επηρεάσει τη μαρτυρία τους.
Έχει παρατηρηθεί ότι πολλές φορές τα θύματα αδικημάτων βίας στην οικογένεια, είτε για λόγους άγνοιας των διαδικασιών στα δικαστήρια είτε λόγω μη διάθεσης ικανοποιητικών πόρων για διορισμό δικηγόρου που θα τα υπερασπίσει είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, παραλείπουν να ζητήσουν από το δικαστήριο να διατάξει όπως η διαδικασία γίνει κεκλεισμένων των θυρών, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν να προβούν σε ολοκληρωμένη κατάθεση στα δικαστήρια λόγω της παρουσίας του κοινού και τελικά να μην απονέμεται σωστά η δικαιοσύνη.
Η πρόταση νόμου επιδιώκει να μειώσει τα εμπόδια που αποθαρρύνουν τα θύματα βίας στην οικογένεια να καταγγείλουν αυτά τα αδικήματα, ενώ παράλληλα δίνει κίνητρα στα θύματα αυτά να το πράξουν απολαμβάνοντας ένα αυξημένο πλαίσιο προστασίας των ιδίων, της προσωπικότητας, της ιδιωτικότητας και της αξιοπρέπειάς τους.
Με την πρόταση νόμου παράλληλα επιδιώκεται η επίτευξη των σκοπών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, ευρέως γνωστής ως «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης».