Η Κύπρος ανήκει στα πέντε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δανία , Ιταλία, Μάλτα, Σουηδία, Κύπρος) τα οποία δεν έχουν νομικές ρυθμίσεις με τις οποίες να καθίσταται δυνατή η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων. Σε όλες όμως τις χώρες αυτές πλην της Κύπρου υπάρχουν συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό τους συμφωνημένους όρους απασχόλησης (λόγω του υψηλού ποσοστού συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της ύπαρξης εθνικού κατώτατου μισθού ή της νομικής κατοχύρωσης των συλλογικών συμβάσεων).
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αλλά και το νέο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας με τις δυνατότητες απεριόριστης προσφοράς ανθρώπινου δυναμικού λόγω της αύξησης της ανεργίας, παρατηρούνται όλο και πιο συχνά φαινόμενα συμπίεσης των μισθών, που επιτείνονται λόγω της ανάγκης των ανέργων να εξεύρουν εργασία πάση θυσία. Ως εκ τούτου, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην οικονομία της χώρας μας, προκύπτει η ανάγκη για διασφάλιση της δυνατότητας επέκτασης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
Με την πρόταση νόμου δίνεται η δυνατότητα στον αρμόδιο υπουργό να επεκτείνει με διάταγμα τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση ίσης μεταχείρισης στο σχετικό κλάδο, καταπολεμώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα χρήσης αθέμιτων μέσων από μερίδα εργοδοτών σε κάποιο κλάδο (αδήλωτη απασχόληση, παράνομη απασχόληση, χρήση προσωπικών συμβολαίων με υποδεέστερους όρους από ό,τι προβλέπει η οικεία συλλογική σύμβαση κ.ο.κ).
Η πρόταση νόμου προβλέπει ότι η δυνατότητα επέκτασης κλαδικής συλλογικής σύμβασης μπορεί να ζητηθεί από συντεχνία ή εργοδοτική οργάνωση ή ακόμα μπορεί και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όταν αυτό κρίνει ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.
Επιπλέον, προβλέπεται ότι, παρ’ όλο που η διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών σε σχέση με την εφαρμογή του Διατάγματος Επέκτασης συνεχίζει να είναι η διαδικασία που προβλέπεται στον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, πιθανή άρνηση του εργοδότη να εφαρμόσει το διάταγμα μπορεί τελικά να οδηγήσει στην παραπομπή της διαφοράς σε Επιθεωρητή διοριζόμενο δυναμει του νόμου αυτού ή ακόμη και στη δικαιοσύνη.