Σκοπός της πρότασης νόμου είναι η τροποποίηση του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Πτώχευσης Νόμου (ΚΕΦ. 5), το οποίο περιλαμβάνει τους κανονισμούς ως προς την επαλήθευση χρεών, που, σύμφωνα με το άρθρα 298 του περί Εταιρειών Νόμου (ΚΕΦ. 113), εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στην περίπτωση εκκαθάρισης αφερέγγυας εταιρείας, ούτως ώστε να δίδεται στο Δικαστήριο η εξουσία να διατάξει σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, κατόπιν αιτήματος του Επίσημου Παραλήπτη ή του Διαχειριστή, σε ότι αφορά φυσικά πρόσωπα, ή του Εκκαθαριστή, σε ότι αφορά αφερέγγυες εταιρείες, η διαφοροποίηση της διαδικασίας επαλήθευσης χρεών.
Με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς, ένα χρέος δύναται να επαληθευτεί, ανάλογα με την περίπτωση, με την παράδοση ή αποστολή μέσω του ταχυδρομείου με προπληρωτέα επιστολή ένορκης δήλωσης που να επιβεβαιώνει το χρέος.
Αυτό σημαίνει ταλαιπωρία κόστος και απώλεια χρόνου όχι μόνο για τους πιστωτές αλλά και, σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό, για ένα Εκκαθαριστή στις περιπτώσεις μιας υπό εκκαθάρισης δημοσίας εταιρείας ή ενός υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, που μπορεί να έχει δεκάδες χιλιάδες πιστωτές, όπως π.χ. θα είναι η περίπτωση των κουρεμένων καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας μετά την επικύρωση του διορισμού του προτεινόμενου Εκκαθαριστή από το Δικαστήριο.
Η τεχνολογία σήμερα επιτρέπει πολύ πιο εύκολους τρόπους επαλήθευσης ενός χρέους και το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιτρέπει τέτοιες εναλλακτικές αποτελεσματικές μεθόδους, με όρους πoυ θα τάσσει ανάλογα με την περίπτωση.