Σκοπός της πρότασης νόμου είναιη τροποποίηση του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ώστε να προβλέπεται ότι στο τέλος της ποινικής δίκης ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του αγορεύει πρώτος, ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του αγορεύει δεύτερος, ενώ ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του έχει δικαίωμα να απαντήσει σε νομικούς ισχυρισμούς που αφορούν την παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και την κατάχρηση διαδικασίας και, κατόπιν άδειας του δικαστηρίου, σε νομικούς ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του και σε οποιαδήποτε θέση προβλήθηκε σε σχέση με τα γεγονότα που δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία.
Η προτεινόμενη ρύθμιση κρίνεται αναγκαία για την απάλειψη αναχρονιστικών και ενδεχομένως αντισυνταγματικών διατάξεων του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με τις οποίες η κατηγορούσα αρχή έχει τον τελευταίο λόγο στις τελικές αγορεύσεις αφενός σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν καλεί μάρτυρες και αφετέρου σε περίπτωση που εμφανίζεται για την κατηγορία Νομικός Λειτουργός.
Συγκεκριμένα, οι εν λόγω διατάξεις παραβιάζουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων σε ποινικές διαδικασίες δίδοντας στην κατηγορούσα αρχή το δικαίωμα να έχει τον τελευταίο λόγο και την ευκαιρία να δώσει έμφαση στην καταδίκη του κατηγορούμενου.